παραιρημα

παραιρημα
    παραίρημα
    παρ-αίρημα
    -ατος τό кайма ткани, кромка, (отрезанная) полоска ткани, лента Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραιρημα" в других словарях:

  • παραίρημα — edge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίρημα — τὸ, Α [παραιρώ] 1. η άκρη μάλλινου υφάσματος η οποία είναι πιο χοντρή από το κυρίως ύφασμα 2. ταινία, λωρίδα …   Dictionary of Greek

  • παραιρημάτων — παραίρημα edge neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιρήμασι — παραίρημα edge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιρήματα — παραίρημα edge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιρήματος — παραίρημα edge neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»